Η Νομοθετική πορεία των Αρχιτεκτονικών διαγωνισμών στην Ελλάδα
(Στοιχεία από την εργασία «Ο ρόλος των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών στο σχεδιασμό του δημοσίου χώρου»
Γιαννουλάτου – Δεστούνη Αγγέλικα
Ντετσάβες – Πόγκα Μικέλα
Για να παρακολουθήσουμε την πορεία των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών είναι απαραίτητο να αναφερθούμε στο θεσμικό πλαίσιο που τους ορίζει.
1830 – Ο πρώτος αρχιτεκτονικός διαγωνισμός προκηρύσσεται από την «επί των εκκλησιαστικών και της δημοσίου εκπαιδεύσεως Γραμματεία», με θέμα την ανέγερση μνημείου «αφοσιούμενον από το Έθνος εις μνήμην των γενναίων εν Μεσολογγίω προασπιστών του Σταυρού». Ωστόσο, η υπουργική απόφαση η οποία θα θέσει τους επίσημους κανόνες διεξαγωγής των διαγωνισμών, θα δημοσιευτεί ενάμιση αιώνα αργότερα, το 1970.
1936 – ο ΣΑΔΑΣ ξεκινάει μία προσπάθεια για την επεξεργασία ενός σχεδίου διατάγματος για τους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς.
1970 – Οι προσπάθειες αυτές καταλήγουν σε απόφαση του Υπουργού Δημοσίων Έργων, «Περί εγκρίσεως προδιαγραφών περί Αρχιτεκτονικών Διαγωνισμών και όρων διενέργειας αυτών»
1971 και 1976 – Με τις τροποποιήσεις του 1971 και του 1976 παίρνει τελική μορφή το νομικό πλαίσιο που διέπει όλους τους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς μέχρι το 2011.
1977 – Διατάσσεται ο Ν.716 «περί μητρώου μελετητών και αναθέσεως και εκπονήσεως μελετών» , ο οποίος ορίζει τις διαδικασίες με τις οποίες γίνεται η επιλογή μελετητή για το εκάστοτε δημόσιο έργο. Στο πλαίσιο αυτό, οι διαγωνισμοί «υποβιβάζονται», κατά μια έννοια, σε απλή υποπερίπτωση μεταξύ των τριών προβλεπόμενων μεθόδων ανάθεσης, η οποία εφαρμόζεται σε ειδικές περιπτώσεις αξιόλογων και μη κατεπειγόντων έργων. Οι δύο άλλες διαδικασίες που ορίζονται, και που διαχρονικά φαίνεται να προτιμώνται από τους εργοδότες, συνίστανται αφενός στην ανοιχτή πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος, με πρόσκληση κατάθεσης μελέτης σε ορισμένους από τους ενδιαφερόμενους και τελική ανάθεση στη βέλτιστη πρόταση και αφετέρου στην απευθείας επιλογή.
1985 – Μια ακόμη νομοθετική ρύθμιση, που δεν αφορά άμεσα τους διαγωνισμούς αλλά τους επηρεάζει ιδιαίτερα, είναι το Προεδρικό Διάταγμα 609 του 1985 περί «κατασκευής δημοσίων έργων». Στο άρθρο του για τις «μελετοκατασκευές» παρακάμπτει τη φάση της επιλογής μελέτης μετά από αυτόνομη αξιολόγησή της, και την εντάσσει ως απλό στάδιο του «πακέτου» της κατασκευής, υποβάλλοντάς την στους όρους της οικονομικής, κυρίως, προσφοράς. Η διαδικασία αυτή προτιμήθηκε ιδιαίτερα από τους επίσημους φορείς σε πολλά δημόσια έργα, βάζοντας έτσι σε δεύτερη μοίρα τις διαδικασίες του Ν.716 και, πόσω μάλλον, των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών.
1985 και 1990 – Τα επόμενα χρόνια, ο ΣΑΔΑΣ με τη συνεργασία του ΤΕΕ συστήνει ομάδες εργασίας, με στόχο τη βελτίωση και τον εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας για τους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς, οι οποίες, όμως, δεν προχωρούν σε στάδιο πρότασης.
1994 – Ο Δήμος της Αθήνας δείχνει τις προθέσεις του με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, που αποφασίζει η κατασκευή κάθε νέου κτιρίου του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ στην περιοχή ελέγχου του Δήμου να πραγματοποιείται μετά από αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, στα πλαίσια του προγράμματος που έχει αρχίσει ο Δήμος για την αισθητική αναβάθμιση της Αθήνας. Με αφορμή τις κινήσεις αυτές του Δήμου, και μετά από συμφωνία όλων των σχετικών φορέων (ΥΠΕΧΩΔΕ, ΥΠΠΟ, ΕΜΠ, ΤΕΕ, ΣΑΔΑΣ και ΕΑΕ), συγκροτείται ομάδα εργασίας με εκπροσώπους από τις συναρμόδιες Δ/σεις του ΥΠΕΧΩΔΕ, προκειμένου να επεξεργαστεί το προτεινόμενο από το Δήμο Αθηναίων θεσμικό πλαίσιο.
1997 – Η προσπάθεια αυτή καταλήγει σε ένα προσχέδιο Νόμου το 1997, το οποίο, όπως και άλλα πριν από αυτό, δεν φτάνει να ψηφιστεί.
2003 – Ο ΣΑΔΑΣ, συνεχίζοντας τις προσπάθειες για εκσυχρονισμό του θεσμικού πλαισίου, συστήνει μία επιτροπή αρχιτεκτονικών διαγωνισμών με σκοπό την αντικατάσταση του υφιστάμενου, από το 1976, θεσμικού πλαισίου. Βασιζόμενη στο προσχέδιο του 1997, καθώς και στα ισχύοντα θεσμικά πλαίσια άλλων ευρωπαϊκών χωρών, τους κανονισμούς της Union Internationale des architectes (UIa) και του architects’ council of Europe (acE), γίνεται μία προσπάθεια το νέο πλαίσιο να διασφαλίζει αφενός την αξιόπιστη και σύντομη προετοιμασία των διαγωνισμών και αφετέρου τη θεσμική θωράκιση τόσο της υλοποίησης του βραβευμένου έργου, όσο και της ανάθεσής του στον αντίστοιχο μελετητή.
2011 – Το εγχείρημα δεν φέρνει άμεσα αποτελέσματα, δημιουργεί, όμως, το υπόβαθρο πάνω στο οποίο θα στηριχθεί η συμμετοχή του ΣΑΔΑΣ στη νομοπαρασκευαστική διαδικασία του «Νέου πλαισίου διενέργειας των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών και γενικά των διαγωνισμών μελετών με απονομή βραβείων» που δημοσιεύεται το 2011 από το ΥΠΕΚΑ7 στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης.
35 χρόνια μετά την πρώτη υπουργική απόφαση περί αρχιτεκτονικών διαγωνισμών, συντάσσεται και τίθεται σε ισχύ ένα νέο θεσμικό πλαίσιο που φαίνεται να έχει ως στόχο, εκτός από την εξασφάλιση της σωστής και γρήγορης διενέργειας των διαγωνισμών, την προώθηση του θεσμού ως βασική μέθοδο για τη μελέτη δημοσίων έργων, καθώς και την εισαγωγή μιας νέας μορφής άσκησης της αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα. (…)
Δυστυχώς, μέχρι τώρα, ο τρόπος εφαρμογής του θεσμού των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών στην Ελλάδα υποβιβάζει κάθε αξία και θετική αρχή τους σε μειονέκτημα. Η απαξίωσή τους δεν οφείλεται στη φύση ή τον ορισμό της διαδικασίας αυτής, που, αντιθέτως, ευνοεί την αξιοκρατία, την ίση συμμετοχή και την αρχιτεκτονική ωρίμανση (προσωπική και συλλογική), αλλά σε ζητήματα που συνδέονται άμεσα με τον τρόπο λειτουργίας και τη δομή του συστήματος ανάθεσης μελετών της χώρας. Μόνο αν γίνουν ριζικές αλλαγές στον τομέα αυτό αλλά και στη νοοτροπία που τον έχει διαμορφώσει θα καταστεί δυνατό να φανούν τα οφέλη και οι ευκαιρίες των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών, που, παρά τις ελλείψεις τους, παραμένουν ό,τι κοντινότερο στο ιδανικό υπάρχει. Άλλωστε, όπως αναφέρει και ο Γιάννης Καλαντίδης, με αφορμή τους διαγωνισμούς που διακήρυξε η ΕΑΧΑ Α.Ε. το 2001 για τις τέσσερεις πλατείες της Αθήνας10: «Ο αρχιτεκτονικός διαγωνισμός μοιάζει με τη δημοκρατία. Έχει πολλά ελαττώματα (συνήθεις οι πολλές αστοχίες) αλλά δεν υπάρχει καλλίτερο σύστημα, αντικειμενικότερη ανάθεση έργου».
Πηγή: http://dspace.lib.ntua.gr/bitstream/123456789/6595/1/Giannoulatou.pdf